Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΣΤΕΦΑΝΩΝ [TOKALI KILISE]

Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΣΤΕΦΑΝΩΝ [TOKALI KILISE] Ο λαξεμένος μέσα στο βράχο Ναός των Στεφάνων [Tokalı Kilise], βρίσκεται στην κοιλάδα της Ματιανής [Göreme] 11 Km βορειοανατολικά της Νεάπολης και αποτελεί μοναδικό δείγμα της μεσοβυζαντινής τέχνης του 10ου αιώνα στην Καππαδοκία. Ο Ναός των Στεφάνων [Tokalı Kilise], αυτό το υπέροχο μνημείο της Βυζαντινής Καππαδοκίας, κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, αποτέλεσε το καθολικό του μεγάλου μοναστικού συγκροτήματος της Μονής των Αρχαγγέλων. Περιλαμβάνει τρεις Ναούς. Τον πρωτολαξεμένο και αποκαλούμενο Κάτω Ναό, ο οποίος λαξεύτηκε περί τα μέσα του ένατου 9ου αιώνα. Τον Παλαιό Ναό, ο οποίος λαξεύτηκε, πενήντα χρόνια αργότερα, ένα επίπεδο ακριβώς πάνω, λαξεύτηκε μία μεγαλύτερη θολοσκεπής μονόκλιτη από τον Κάτω Ναό. Είναι πιο ευρύχωρος, με πλουσιότατη αγιογραφική διακόσμηση. Σε όλο το θόλο εικονίζεται με πληθώρα παραστάσεων, όλος ο χριστολογικός κύκλος, η παιδική ηλικία, τα Θαύματα και τα Πάθη του Ιησού. Το Νέο Ναό, ο οποίος λαξεύτηκε, γύρω στα 950, ως αποτέλεσμα της ολοένα αυξανόμενης μοναστικής κοινότητας. Οι εργασίες λάξευσης ξεκίνησαν από την ανατολική πλευρά του Παλαιού Ναού, δηλαδή από το Ιερό βήμα, το οποίο και αποτελεί την είσοδο του Νέου Ναού. Μέσα στο βράχο λαξεύτηκε μια υπέροχη τρίκλητη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και τρίκογχο Ιερό, που χωρίζεται με ένα μνημειώδη διάδρομο. Όλοι όσοι έχουν επισκεφθεί την περιοχή, συμφωνούν ότι αποτελεί μοναδικό λαξεμένο μνημείο μέσα στο βράχο. Οι διαστάσεις του Νέου Ναού ασυνήθιστα μεγάλες για την Καππαδοκία, προσεγγίζουν σε μέγεθος ορισμένα μεσοβυζαντινά μνημεία που διασώζονται σήμερα στην Κωνσταντινούπολη. Όλος ο γραπτός διάκοσμος του Ναού είναι σύμμετρος του μεγέθους και της αρχιτεκτονικής του κομψότητας, το δε εικονογραφικό του πρόγραμμα χαρακτηρίζεται από υψηλή αισθητική και πολυπλοκότητα. Περιλαμβάνει ένα πλούσιο χριστολογικό κύκλο, εμπνευσμένο από τα Ευαγγέλια και τα Απόκρυφα κείμενα, αλλά και ασυνήθιστες αγιογραφικές απεικονίσεις. Η λαξεμένη αρχιτεκτονική και η τεχνοτροπία των αγιογραφιών τόσο του Παλαιού όσο και του Νέου Ναού, καταλαμβάνουν σημαντική θέση στην Ιστορία της Τέχνης, και αποτελούν το πρώτο σωζόμενο μεγάλου μεγέθους βυζαντινό μνημείο των μέσων του 10ου αιώνα στην Καππαδοκία. Η Μακεδονική Αναγέννηση και η καλλιτεχνική ακμή γρήγορα εξαπλώνονται στην Καππαδοκία. Η εκκλησία των Στεφάνων την εποχή αυτή, αποτελεί δείγμα υψηλής λαξεμένης αρχιτεκτονικής με υπέροχα εικονογραφικά προγράμματα. Οι τοιχογραφίες του Νέου Ναού προσφέρουν μία νέα διάσταση στο σύνολο των καλλιτεχνημάτων του 10ου αιώνα. Πολλοί ιστορικοί Τέχνης μελετώντας την εκκλησία των Στεφάνων στο Göreme, βρίσκουν απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με την ναϊκή αρχιτεκτονική και την εικονική τέχνη του 10ου αιώνα. Σχετικά με την ακριβή χρονολόγηση του μνημείου και σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα του χώρου, αλλά και από τα συγκριτικά τοπικά ευρήματα και τις επιγραφές, έχουμε τρεις φάσεις λάξευσης από το 850 μέχρι το 950 και δύο φάσεις αγιογράφησης, από το 920 μέχρι το 960. ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΛΑΞΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ. ΚΑΤΩ ΝΑΟΣ: Το ενδιαφέρον των Τούρκων, που αποσκοπούσε στην τουριστική ανάπτυξη της Καππαδοκίας, εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 60. Μέχρι τότε, πολύ δύσκολα ο επισκέπτης είχε πρόσβαση στο μνημείο, λόγω της διάβρωσης και των κατολισθήσεων. Ο Κάτω Ναός καθαρίστηκε από τα συντρίμμια και αναστηλώθηκε. Η στοά η οποία συνδέει τον νάρθηκα με τα κλίτη της εκκλησίας υποστηλώθηκαν. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του Κάτω Ναού, είναι τρίκλητη βασιλική, μικρών διαστάσεων. Στα ανατολικά βρίσκεται το υπερυψωμένο Ιερό που αποτελείται από τρεις ημικυκλικές αψίδες. Στις ανατολικά λαξεμένες πλευρές των κογχών υπάρχουν λαξευτοί βωμοί και στα δεξιά τους λαξευτά καθίσματα. Στην νοτιοδυτική γωνία του Καθολικού βλέπουμε μία λαξευτή γούρνα η οποία πιθανότατα χρησιμοποιείτο για τον Αγιασμό. Οι μικρές πλευρικές διαστάσεις του Κάτω Ναού, και η χαρακτηριστική ομοιότητα με την Κουμπελί κιλισέ στο Σόγανλι που χρονολογήθηκε από τις αγιογραφίες της, τοποθετούν τον Κάτω Ναό στις αρχές της μεσοβυζαντινής περιόδου. Ο καμαροσκεπής προθάλαμος, μήκους περίπου τεσσάρων μέτρων πριν τον Κάτω Ναό, οδηγεί σε δύο λαξεμένους τάφους στη νότια πλευρά, ενώ στον κυρίως ναό και στη βόρεια πλευρά, βλέπουμε δύο αρκοσόλια λαξευμένα στον βόρειο τοίχο και ένα ταφικό λάξευμα στο δάπεδο του νάρθηκα. Από αυτό συμπεραίνουμε πως ο Κάτω Ναός μετά τη δημιουργία της υπεράνω μονόκλιτης παλαιάς εκκλησίας, χρησιμοποιήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα ως ταφικό παρεκκλήσιο και αργότερα ως χώρος ταφής. Ο Κάτω Ναός πιθανά αργότερα να λειτούργησε και ως «νάρθηκας» του παλαιού υπεράνω μονόκλιτου Ναού. Ο Κάτω Ναός ενδεχόμενα να είχε μετατραπεί σε κρύπτη και μπορούμε να υποθέσουμε ακολουθώντας την πρακτική που αναφέρεται στα μοναστικά χειρόγραφα, ότι σε αυτό το χώρο πιθανότατα να είχε ταφεί ο ιδρυτής της μοναστικής κοινότητας. ΠΑΛΑΙΟΣ ΝΑΟΣ: Μία μικρή μονόκλιτη εκκλησία της οποίας το Καθολικό είναι μικρών διαστάσεων, τόσο στην κάτοψη και στο ύψος, ενώ η θολωτή οροφή στηρίζεται σε απλό γείσο, που αποτελεί τη μοναδική αρχιτεκτονική κομψότητά του. Στο ανατολικό άκρο του, υπήρχε μία μεγάλων διαστάσεων αψίδα και μία κόγχη ως Πρόθεση, προφανώς με έναν βωμό. Από αυτό το σημείο, μισό αιώνα αργότερα ξεκίνησαν οι εργασίες στη λάξευση του Νέου Ναού. Η μεγάλη αψίδα αποτελεί σήμερα την είσοδο του Νέου Ναού. Ο Παλαιός Ναός αποτελεί χαρακτηριστικό συνηθισμένο δείγμα λαξεμένης μονόκλιτης εκκλησίας στην Καππαδοκία. Ο επιμήκης θολωτός προθάλαμος συναντάται στην περιοχή, τόσο στην Πρωτοβυζαντινή, όσο και στην Μεσοβυζαντινή περίοδο, λόγω προφανώς, της λειτουργικής χρησιμότητάς του. ΝΕΟΣ ΝΑΟΣ: Από πλευράς μεγέθους και αρχιτεκτονικής κομψότητας ο Νέος Ναός των Στεφάνων [Tokalı Kilise] διαφέρει ριζικά από τους δύο προκατόχους του. Μισό αιώνα περίπου μετά την αγιογράφηση του Παλαιού Ναού, ξεκίνησαν οι εργασίες, λαξεύοντας την είσοδο του από το Ιερό του Παλαιού, όπως προαναφέρθηκε. Ο Νέος Ναός αποτελείται από ένα μεγάλο καθολικό με λαξεμένη καμαρωτή οροφή, η οποία χωρίζεται σε τρία τμήματα με μικρά διαχωριστικά τόξα και πολύ προσεκτικά λαξευμένες μαρκίζες. Ακριβώς πάνω από τη μαρκίζα αρχίζουν οι θόλοι και η βάση του βόρειου και του νότιου τυμπάνου. Κάθε τύμπανο φέρει διάκοσμο αποτελούμενο από έναν σταυρό, ο οποίος το χωρίζει σε τέσσερα τμήματα. Τα χαμηλότερα σημεία είναι διακοσμημένα με τυφλές αψίδες. Στα ανατολικά ένα μνημειώδες κλίτος με πέντε καμάρες διαχωρίζει το καθολικό από τον υπερυψωμένο διάδρομο που διέρχεται μπροστά από τις τρεις ευρύχωρες αψίδες του Ναού. Αυτός ο διαχωρισμός καθολικού και Ιερού είναι δείγμα μοναδικής αρχιτεκτονικής ομορφιάς. Η αψίδα του Ιερού περιλαμβάνει έναν λαξεμένο βωμό, πολυτελείς λαξεμένους θρόνους με βραχίονες. Η Πρόθεση και το Διακονικό είναι πιο απλά. Οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του Ναού έχουν λαξευτεί με ιδιαίτερη ακρίβεια. Όμοια καλά λαξευμένο είναι και το παρεκκλήσιο, προσκολλημένο στην βόρεια πλευρά του Νέου Ναού. Πρόκειται για έναν διαμήκη, καμαρωτό χώρο με μονή αψίδα. Από τις ομοιότητες στις λαξευμένες λεπτομέρειες, συμπεραίνεται ότι το παρεκκλήσιο λαξεύτηκε συγχρόνως με τον Νέο Ναό. O αρχιμάστορας-λαξευτής που επέβλεψε το έργο και την αρχική του διακόσμηση, επέμεινε και έδωσε μεγάλη έμφαση τις βασικές κατευθύνσεις και «δομικές» γραμμές, διακοσμώντας τις απλά αλλά κομψότατα. Αντηρίδες, μαρκίζες, πεσσοί, κιονόκρανα και αψίδες λειάνθηκαν με μεγάλη λεπτομέρεια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, ο χρόνος που χρειάστηκε για την πλήρη αποπεράτωση της λάξευσης του Νέου Ναού και του Παρεκκλησίου ήταν περίπου τα δύο χρόνια. Στην αντηρίδα αριστερά της αψίδας του Ιερού βλέπουμε επιγραφή από την οποία δυστυχώς δεν προκύπτουν επαρκή στοιχεία χρονολόγησης. «Ο Ναός αυτός τελείωσε τον Ιούνιο, την 15η μέρα. Ο Κύριος ας προστατεύει τον κτίστη». Κατά την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση, συναντάμε κυρίως μονόκλιτες και δίκλητες βασιλικές αλλά και σταυρόσχημες λαξεμένες εκκλησίες, τόσο στους πρώιμους όσο και στους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Ο τύπος, η μορφή και οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του Νέου Ναού των Στεφάνων, αποτελούν το μοναδικό δείγμα στην περιοχή. Η εγκάρσια καμαρωτή μορφή του Νέου Ναού όχι μόνο αποτελεί νεωτερισμό για την Καππαδοκία αλλά είναι και παντελώς άγνωστη στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Δεν υπάρχει κανένα δομημένο σωζόμενο δείγμα αυτού του τύπου στην Κωνσταντινούπολη. Λίγα δείγματα υπάρχουν στη Βόρεια Μεσοποταμία, τα οποία πολύ πιθανόν να αποτέλεσαν το πρότυπο της αντιγραφής. Στο ερώτημα αν και κατά πόσο η Νέα Εκκλησία των Στεφάνων επηρέασε αργότερα την ευρύτερη περιοχή, την απάντηση την βρίσκουμε σε ένα μικρό εκκλησάκι 500 μέτρα δυτικότερα, στο küçük tokali kilise, που αποτελεί το πλησιέστερο αντίγραφο. Δείγματα μικρής επιρροής σε όλο το διάστημα του 11ου αιώνα, εντοπίζονται επίσης βορειότερα, στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων [Kiliçlar Kilise], αλλά και στην Κίτρινη Εκκλησία [Sariça Kilise] στην περιοχή του Προκοπίου. ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ Ο αγιογραφικός διάκοσμος του Παλαιού Ναού. Η στενή ομοιότητα στην τεχνοτροπία του κύριου εικονογραφικού κύκλου μεταξύ του Παλαιού Ναού των Στεφάνων και άλλων χρονολογημένων εκκλησιών όπως της εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου [Ayvalı Kilise] στο Güllüdere [κοιλάδα των ρόδων], μας οδηγούν με βεβαιότητα στις αρχές του δέκατου αιώνα. Η πρώτη χρονική φάση της αγιογράφησης, που ταυτίζεται με τον Παλαιό, κατατάσσεται λοιπόν γύρω στα 920. Τα χρώματα περιορίζονται στα γαιώδη, μαζί με μαύρο, άσπρο και μικρές ποσότητες από κόκκινο θειούχο υδράργυρο [κιννάβαρι] και χρώματα μπλε από επεξεργασία του ορυκτού αζουρίτη. Η απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής είναι κοινή: κυριαρχεί κεφάλι σε σχήμα οβάλ, με μεγάλα φαιοκίτρινα μάτια και όμοιου χρώματος φρύδια, ευθεία μύτη και χείλη σε αποχρώσεις του κόκκινου. Βλέποντας τις απεικονίσεις του Παλαιού Ναού των Στεφάνων και του Τιμίου Προδρόμου [Ayvalı Kilise] βορειότερα, αποδεικνύεται ότι οι δύο Ναοί αγιογραφήθηκαν από το ίδιο εργαστήριο και πιθανότατα από τον ίδιο αγιογράφο. Ενώ δεν έχουμε ενεπίγραφες μαρτυρίες από τον Παλαιό Ναό που να συμβάλλουν στην χρονολόγησή του, συναντάμε τέτοιες στο Ayvalı Kilise, από τις οποίες με βεβαιότητα χρονολογούμε τον Παλαιό Ναό γύρω στα 920, στην εποχή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του Παλαιού Ναού κατά την παραπάνω χρονική περίοδο περιλαμβάνει περίπου 30 σκηνές και διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση στον καμαρωτό θόλο του Παλαιού Ναού, στον βόρειο τοίχο του και στις ανατολικές και δυτικές αψίδες του καθολικού. Όλος ο χριστολογικός κύκλος αποδίδεται αφηγηματικά. Τα πιο σημαντικά δείγματα της φάσης διακόσμησης, εντοπίζονται στον καμαρωτό θόλο. Στην κορυφή του θόλου έχουμε προτομές προφητών οι οποίες αποδίδονται σε μία ταινιωτή σειρά που πρέπει να εικονογραφήθηκε από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Κάθε πλευρά του θόλου διαιρείται σε τρεις ζώνες, οι δε σκηνές σε κάθε ζώνη αρχίζουν από την επάνω νοτιοανατολική γωνία του θόλου και καταλήγουν στην κάτω βορειοανατολική. Αυτός ο τριζωνικός διαχωρισμός του προγράμματος ταυτίζεται με την παραδοσιακή διαίρεση του Βίου του Χριστού σε τρεις φάσεις : την νηπιακή ηλικία, τα Θαύματα και τα Πάθη. Ο λαξεμένος θόλος διακοσμείται με περίτεχνες σκηνές από τον Βίο του Χριστού, όπως ………………………… Τρεις σκηνές εντοπίζονται εκτός των ορίων της τριζωνικής αφήγησης του θόλου. Στο τύμπανο της θριαμβικής αψίδας η Μεταμόρφωση η Ανάληψη και η Υπαπαντή στην νότια πλευρά του ανατολικού τοίχου. Στις εκκλησίες χωρίς τρούλο, η θριαμβική αψίδα θεωρείται ως αντίστοιχης με τον τρούλο σημασίας ναϊκός χώρος. Βλέπουμε την εξέχουσα θέση της σκηνής της Μεταμόρφωσης η οποία αποδίδεται στην έμφαση που δόθηκε από την εκκλησία μετά την Εικονοκλαστική περίοδο. Η επιρροή της Πρωτεύουσας είναι εμφανής. Τη σκηνή της Μεταμόρφωσης την συναντάμε στην ίδια θέση επίσης και σε άλλους λαξεμένους Ναούς στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας. Η ομοιότητες στη μορφολογική αναλογία των αγιογραφιών της Καππαδοκίας με τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης, χρονολογημένα στο τελευταίο τέταρτο του 9ου αιώνα, αλλά και οι ομοιότητες με άλλες εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη και στη βόρειο Ελλάδα, αποδεικνύουν την μεταξύ τους στενή σχέση και εξάρτηση. Στοιχεία από την Σταύρωση, την Αποκαθήλωση και την Ανάληψη του Παλαιού Ναού εντοπίζονται σε εικόνες της Κωνσταντινούπολης γύρω στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Στη μακρινή και απομονωμένη Καππαδοκία, παρότι οι αγιογραφίες υπολείπονται καλλιτεχνικά των άλλων σωζόμενων Ναών του Βυζαντίου, περιλαμβάνουν στοιχεία ντόπιων εικονογραφικών λεπτομερειών και μπορούν να συνδεθούν ως προς την τεχνοτροπία και τα εικονογραφικά στοιχεία με άλλα μνημεία της αυτοκρατορίας Αυτό καταρρίπτει τα επιχειρήματα ορισμένων ερευνητών και ιστορικών, οι οποίοι επηρεασμένοι από την μεγάλη απόσταση που χώριζε την Καππαδοκία με την μητρόπολη, απέδωσαν τον αγιογραφικό διάκοσμο, όχι μόνο της Παλαιάς εκκλησίας των Στεφάνων αλλά και των άλλων τριγύρω βραχοκκλησιών κατά την χρονική αυτή περίοδο, σε προγράμματα συροπαλαιστινιακής παράδοσης. Ο Νέος Ναός: περιγραφή των αγιογραφιών και της τεχνοτροπίας. Βλέποντας περιμετρικά με μια πρώτη ματιά το εσωτερικό του Νέου Ναού, ταυτίζουμε αμέσως το περίτεχνο και φιλόδοξο εικονογραφικό πρόγραμμα με την αρχιτεκτονική σύλληψη του καθολικού. Η ποιότητα του διάκοσμου φαίνεται και από τα υλικά που επιλέχθηκαν. Φύλλα χρυσού και ασημιού χρησιμοποιήθηκαν στα φωτοστέφανα του Ιησού και της Παναγίας. Εντυπωσιάζει ακόμη η χρήση για φόντο ενός σκούρου μπλε χρώματος (σκούρο blue-marine) το οποίο προέρχεται από επεξεργασία του ορυκτού λαζούλιθου [lazulite], και των φωσφορικών αλάτων αργιλίου, μαγνησίου και σιδήρου που περιέχει, το οποίο αγόραζαν από την Ανατολή. Την εποχή εκείνη η αξία του θα ήταν αντίστοιχη του χρυσού, Αυτό το σκούρο μπλε χρώμα σπάνια το συναντάμε σε εικονογραφημένα χειρόγραφα και στην μνημειακή ζωγραφική. Την χρονική αυτή περίοδο και νωρίτερα, τόσο στην Καππαδοκία όσο και στα Παράλια, χρησιμοποιούσαν τον φθηνότερο αζουρίτη σε μαύρο φόντο για να αποδώσουν μπλε απόχρωση, όπως αυτό φαίνεται στον Παλαιό Ναό. Ο βασικός διάκοσμος απαρτίζεται κυρίως από τον χριστολογικό κύκλο, ο οποίος ξεκινάει από τον θολοκαμαρωτό βόρειο θάλαμο με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου που είδαμε προηγουμένως. Πάνω από την αρχή της αψίδας της Πρόθεσης, βρίσκονται τρεις σκηνές σε χρονολογική σειρά από τα δεξιά προς τα αριστερά. Το ύδωρ της ελέγξεως από τα απόκρυφα κείμενα και ο Ασπασμός βρίσκονται εκατέρωθεν των μορφών της Παναγίας και του Ιωσήφ. Ο κύκλος συνεχίζεται με το Όνειρο του Ιωσήφ και το Ταξίδι στην Βηθλεέμ που εικονογραφήθηκαν στο βόρειο τύμπανο. Στη δυτική πλευρά του θόλου έχουμε μία μεγάλου μεγέθους Γέννηση. Κάτωθεν η προσκύνηση των Μάγων. Η αφήγηση συνεχίζεται στην ζώνη της μαρκίζας. Ξεκινάει στην ανατολική όψη της αντηρίδας που χωρίζει τον Νέο από τον Παλαιό Ναό και συνεχίζει από τα αριστερά προς τα δεξιά σε ολόκληρο το καθολικό καταλήγοντας στην άλλη άκρη της εισόδου στον Παλαιό Ναό. Κάτω από τις εικόνες με τους Μάγους έχουμε επιπλέον σκηνές από την νηπιακή ηλικία του Χριστού: την Φυγή στην Αίγυπτο, την Υπαπαντή. Στον βόρειο τοίχο η αφήγηση συνεχίζει με τη σκηνή της Βάπτισης και λίγο πριν το τέλος η κλήση των Αποστόλων στο τέλος του τοίχου ο Χριστός στον Γάμο στην Κανά. Οι σκηνές αυτές διαδέχονται η μία την άλλη ώστε να χωρέσουν στο στενό διάστημα ανάμεσα στην αψίδα και τον βόρειο τοίχο. Όλα τα διαστήματα των παραπετασμάτων φιλοξενούν τα Θαύματα του Χριστού. Στον τοίχο ανάμεσα στο Βήμα και το Διακονικό βρίσκουμε την Μεταμόρφωση, ενώ η σειρά των Θαυμάτων συνεχίζεται στο κέντρο του νότιου τοίχου όπου ολοκληρώνεται με την ίαση του πραλυτικού την Ανάσταση του Λαζάρου κατόπιν δε έχουμε σκηνές από τον κύκλο των Παθών. Ακολουθούν η είσοδος στην Ιερουσαλήμ και ο Μυστικός Δείπνος στην μαρκίζα του νότιου τοίχου. Στην κεντρική αψίδα, στη κόγχη του Ιερού, παρουσιάζεται μοναδικού κάλλους σκηνή, η τελευταία πράξη των Παθών, η Σταύρωση. Σε καμιά λαξεμένη εκκλησία στην Καππαδοκία αλλά και δυτικότερα στα Παράλια, δεν συναντάμε την κεντρική αψίδα και την κόγχη του Ιερού, να κοσμούνται με τη Σταύρωση. Ο εικονογραφικός πλούτος αυτής της σκηνής στο Νέο Ναό, αποτελεί μία από τις πλουσιότερες απεικονίσεις της Σταύρωσης που συναντάμε σε βυζαντινό μνημείο. Μου προκάλεσε εντύπωση ότι παρά την κυρτή λαξεμένη επιφάνεια της κόγχης, οι κεραίες του σταυρού αποτελούν μία ευθεία. Η αποκορύφωση του εικονογραφικού κύκλου εντοπίζεται στη κεντρική θολολαξεμένη καμάρα του καθολικού. Πρόκειται για την Ανάληψη του Χριστού, ο οποίος εμφανίζεται στην κορυφή του θόλου, περιμετρικά δε τέσσερις αγγέλους να τον περιβάλλουν. Βλέπουμε επίσης μία εικόνα του Χριστού να ευλογεί τους Αποστόλους πριν την αναχώρησή Του. Άλλες σκηνές μετά τα Πάθη κύκλου εμφανίζονται στον καμαρωτό θόλο του νότιου κλίτους του καθολικού. Εκτός του χριστολογικού κύκλου, στον Νέο Ναό εμφανίζονται και πολλές απομονωμένες εικόνες Αγίων και Προφητών καθώς και σκηνές από Βίους Αγίων . [¨Αγος Βασίλειος] Στην κόγχη της αψίδας της Πρόθεσης εμφανίζεται ο Χριστός ένθρονος, περιστοιχισμένος από τους Αρχαγγέλους. Εντυπωσιακή είναι η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας ανάμεσα στις αψίδες της Πρόθεσης και του Ιερού. Η εικόνα αποτελεί την τέλεια ποιότητα εικόνας ολόκληρου του Ναού. Η τοιχογραφία αυτή είναι η πρώτη που βλέπεις μπαίνοντας στο καθολικό. Από τις σωζόμενες αγιογραφίες προκύπτει το συμπέρασμα ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα του Νέου Ναού, είναι από τα σπουδαιότερα της μεσοβυζαντινής περιόδου καθώς και ότι ο ζωγράφος-καλλιτέχνης που το εκπόνησε θα πρέπει να ήταν υψηλού επιπέδου και εξειδίκευσης. Βλέπουμε καθαρά ότι το συνολικό εικονογραφικό πρόγραμμα του Νέου Ναού απαρτίζεται όχι μόνο από σειριακές αφηγηματικές σκηνές (π.χ. Γέννηση, Πάθη κλπ.), αλλά και από μεγάλες ανεξάρτητες παραστάσεις (π.χ. Σταύρωση, Ανάληψη κλπ.)/ Μία σύγκριση της εικονογράφησης μεταξύ του Παλαιού και του Νέου Ναού δείχνει τη διαφορά στην τεχνοτροπία των μορφών. Στο Νέο Ναό η μορφολογία και η σύνθεση είναι πιο ζωντανή από τις εικόνες του Παλαιού Ναού και παρατηρούμε σαφέστατα τις διαφορετικές αισθητικές ανησυχίες των καλλιτεχνών του Παλαιού και του Νέου Ναού. Η συνέπεια, το στυλ και η συνοχή των εικόνων του προγράμματος του Νέου Ναού αποδεικνύει ότι αποτελούν μία ενιαία και αναπόσπαστη φάση διακόσμησης. Είναι βέβαιο ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για ένα τέτοιο μνημειώδες έργο μέσα στο βράχο θα πρέπει να ήταν μεγάλος. Βλέποντας όμως το έργο συνολικά, βεβαιώνεσαι ότι ο μεγαλύτερος εικονογραφικός κύκλος του Νέου Ναού, φαίνεται να έχει δημιουργηθεί σε μία φάση και από έναν καλλιτέχνη. Παρατηρώντας τον αγιογραφικό διάκοσμο της λαξεμένης εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στο Çavuşin, 4 χιλιόμετρα βορειότερα του Ναού των Στεφάνων, η οποία λαξεύτηκε αμέσως μετά τη νίκη του Νικηφόρου Φωκά επί των Αράβων στα 963, βλέπουμε την στενή σχέση και εξάρτησή της από την εκκλησία των Στεφάνων. Η χριστολογική αφήγηση των δύο Ναών παρουσιάζει πολλές ομοιότητες. Η σχέση φαίνεται σε όλα σχεδόν τα εικονογραφικά στοιχεία. Το σύμπλεγμα της Ανάληψης και της Ευλογίας των Αποστόλων του κεντρικού θόλου του Νέου Ναού, αποτελεί και το κεντρικό θέμα του προγράμματος του καθολικού του Cavuşin. Η απεικόνιση στην εκκλησία του Cavuşin που ήταν μάλλον αφιερωμένη στους Δώδεκα Αποστόλους, [πολλοί ερευνητές την ονομάζουν Τιμίου Προδρόμου], δεν διαθέτει την αισθητική γλύκα της εκκλησίας των Στεφάνων, η οποία από ότι φαίνεται ήταν η Εκκλησία πρότυπο. Η ανωτερότητα και το προβάδισμα της εκκλησίας των Στεφάνων φαίνεται στα χρώματα, στα φύλλα χρυσού, στο βαθύ μπλε και το βαθύ κόκκινο, που δεν τα βλέπουμε στην εκκλησία στο Cavuşin. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η εκκλησία των Στεφάνων, ένα έργο υψηλής βυζαντινής τέχνης και ποιότητας, σπάνια θα προέκυπτε από ένα χαμηλότερης. Έτσι μπορούμε με μεγάλη ασφάλεια να τη χρονολογήσουμε πριν το 963. Η αρχιτεκτονική της Tokali kilise αποτέλεσε πρότυπο για μεταγενέστερους και σύγχρονους ναούς, σαν ενιαίο δε σύνολο από κοινού με τον εικονογραφικό διάκοσμο, είναι μία από τις σπουδαιότερες πηγές έρευνας των ιστορικών της τέχνης κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.